Του Παναγιώτη Μήλα
Η συνέντευξη που ακολουθεί έχει τα θεμέλιά της σε τρία νεοκλασικά κτήρια.
*Στο νεοκλασικό της οδού Αλκιβιάδου 104β – ερείπιο τώρα – στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 1981, γνωρίσαμε τη Μαίρη Ραζή η οποία υποδύθηκε την «Μπέμπα» στο κλασικό -πλέον – έργο του Γιώργου Διαλεγμένου «Μάνα, μητέρα, μαμά», σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη, από το ιστορικό «Θέατρο του Πειραιά».
*Στο νεοκλασικό της οδού Ερμού 106 και Αρίωνος, στο Μοναστηράκι – ήδη διατηρητέο μετά τους σεισμούς του 1999 – είδαμε τη Μαίρη Ραζή και τον Σωτήρη Τσόγκα, στις 22 Μαρτίου του 1986 στη «Λοκαντιέρα» του Κάρλο Γκολντόνι, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Ρεμούνδου, από τον θίασο «Α-Θέατο». Εκεί είδαμε και την «Πιπίλα» του Γιώργου Χασάπογλου και τα «Παντρολογήματα» του Νικολάι Γκόγκολ.
*Στο νεοκλασικό των οδών Αχαρνών 33 και Ηπείρου 39 – διατηρητέο κτήριο Βοβολίνη, του 1920 – συνάντησα τη Μαίρη Ραζή και τον Σωτήρη Τσόγκα. Εκεί στεγάζεται από το 2001 το θέατρο «Πρόβα» και η Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης της Μαίρης Ραζή.
Ανεβαίνοντας τις επιβλητικές ξύλινες σκάλες του κτηρίου, σκέφθηκα ότι έχοντας παρακολουθήσει τους δύο ηθοποιούς σε πολλές παραστάσεις θα ήταν μοναδική ευκαιρία να τους απολαύσω και σε έναν διπλό …μονόλογο. Όπως διπλός είναι και ο μονόλογος που θα ανεβάσουν στις αρχές του 2025 σε ενιαία παράσταση με τον τίτλο «Σιωπηλές κραυγές».
Έτσι όταν βρέθηκα στη σκηνή του θεάτρου «Πρόβα» διέγραψα σε «χρόνο μηδέν» το σχέδιο των ερωτήσεων που είχα ετοιμάσει και προτίμησα να δώσω την ευκαιρία στη Μαίρη Ραζή και στον Σωτήρη Τσόγκα να ΣΥΝομιλήσουν με τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες του Catisart.
Τους βλέπω με μια παρτιτούρα μπροστά τους. Έχουν το πάθος του πρωτόβγαλτου. Νομίζεις ότι τώρα βρίσκονται στη γραμμή εκκίνησης. Αν και έχουν ήδη διανύσει έναν καλλιτεχνικό μαραθώνιο, εντούτοις έχουν τη φρεσκάδα και τον δυναμισμό του δρομέα ταχύτητας. Αν και στη θεατρική τους πορεία είναι πρωταθλητές στην άρση βαρών, παράλληλα έχουν βάλει ψηλά τον πήχη και έχουν την ευχέρεια του άλτη για να τον ξεπερνούν ανά πάσα στιγμή.
Όμως καλύτερα να τους ακούσουμε στους μονολόγους που μας χάρισαν…
***
ΣΥΝΔΕΩ
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ: Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη και έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις που με ΣΥΝδέουν με χρώματα και αρώματα. Έχω μεγαλώσει σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, στο Γαλλικό Παρθεναγωγείο. Εκεί τέλειωσα το Γυμνάσιο – Λύκειο με πολλές συμμαθήτριες διαφόρων εθνοτήτων και θρησκειών. Κάθε βδομάδα, κάθε μέρα πηγαίναμε από εκκλησία σε εκκλησία, από τζαμί σε συναγωγή, από την καθολική, στην ορθόδοξη.
Έτσι μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι βλέπουμε με μισό μάτι τις άλλες θρησκείες. Εγώ είμαι πολύ συνηθισμένη σε κάτι τέτοιο και μ’ αρέσει που έχω μεγαλώσει σε αυτό το περιβάλλον.
Ασφαλώς και έχω στενοχωρηθεί πάρα πολύ που φύγαμε από την Κωνσταντινούπολη. Το 1965 εξορίστηκε ο πατέρας μου ως συνεργάτης της ΕΟΚΑ. Μέσα σε ένα 24ωρο έφυγε με μια βαλίτσα και ήρθε στην Αθήνα. Η αδελφή μου κι εγώ πρώτα τελειώσαμε τις σπουδές μας εκεί και το 1966 ήρθαμε εδώ και συνεχίσαμε…
Από τότε δεν γύρισα καθόλου πίσω. Μόνο μια φορά πήγα το 2000 για δουλειά. Όμως τότε στενοχωρήθηκα πολύ. Δεν το άντεξα. Τώρα όμως σκέφτομαι πάλι ένα ταξίδι, μια επίσκεψη σε εκείνα τα μέρη.
Η αλήθεια είναι ότι τότε που πήγα στο σπίτι που γεννήθηκα δεν συγκινήθηκα καθόλου. Το είχαν κάνει εστιατόριο. Μέναμε στο κέντρο, στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, σε έναν δρόμο πολύ κεντρικό, στο Πέρα.
Από τότε μου αρέσει να είμαι μέσα σε κόσμο. Δεν μ’ αρέσει να είμαι σε περιοχές που δεν έχουνε φασαρία και γι’ αυτό μένω και στο κέντρο. Μ’ αρέσει πολύ η Ομόνοια. Θέλω δηλαδή να είμαι σε περιοχές με «βαβούρα». Δεν θέλω την ησυχία.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο Θησείο, όπου είχαμε ένα όμορφο κτήριο μονώροφο με πηγάδι, όπου μένανε διάφορες οικογένειες γύρω από την αυλή. Ήταν το ΣΥΝδετικό χαρακτηριστικό των σπιτιών της εποχής εκείνης, της δεκαετίας του ’50. Δυστυχώς το σπίτι αυτό ο παππούς μου το έχασε για λόγους οικονομικούς. Ήταν στην Ερυσίχθονος 22, στο Θησείο. Τώρα έχει χτιστεί εκεί ένα τριώροφο. Το επισκεπτόμουν συχνά. Μου άρεσε να το βλέπω και να θυμάμαι εκείνα τα χρόνια. Μάλιστα όταν πήγαινα καθόμουν μπροστά στο σπίτι αυτό μέχρι που έβγαιναν οι ένοικοι και με ρωτούσαν – μερικές φορές και άγρια – τι γύρευα εκεί…
Οπότε τώρα, όταν πηγαίνω, ρίχνω μόνο … κλεφτές ματιές και στη συνέχεια πάω στα διάφορα άλλα μέρη εκεί τριγύρω.
Ο πατέρας μου ήταν από το Πυρί Θηβών και ο παππούς μου από τον δήμο Λάκκας Σουλίου [παλαιότερα δήμος Δερβιζιάνων, κοντά στα Ιωάννινα]. Από τον πατέρα δηλαδή είμαστε Αρβανίτες. Το «Τσόγκας» προέρχεται από το Αρβανίτικο «Τσούκα» που σημαίνει κορφή.
Ο δε παππούς του παππού μου – κατά Μακρυγιάννη ως γραπτό μνημείο – ήταν μαζί με τον Ανδρέα Ίσκο τα δύο πρωτοπαλίκαρα του Καραϊσκάκη. Αυτό, για να παινευτεί η φαλάκρα μου λιγάκι το λέω, αλλά μετά ο παππούς τα πούλησε όλα και φύγαμε από τη Θήβα. Έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο, στερήθηκα το ελληνικό χωριό. Αυτό ήταν ένα πλήγμα για μένα.
Η μητέρα μου ήταν γεννημένη στο Κάιρο. Ζούσε στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Ο πατέρας της μητέρας μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη, η δε γιαγιά μου – απ’ τη μάνα – ήτανε από τη Λέρο, στα Δωδεκάνησα. Το καλλιτεχνικό μου DNA δηλαδή το έχω από κει, από τη μάνα. Και το ξερό κεφάλι για ορισμένα θέματα αξιών και ηθικών αρχών, το έχω από τον πατέρα.
Ο πατέρας μου ήτανε αξιωματικός. Όταν κατέρρευσε το μέτωπο πέρασε μαζί με 13 άλλους αξιωματικούς στη Μικρά Ασία και μέσω Τουρκίας στο Χαλέπι της Συρίας που τώρα καίγεται και καταδυναστεύεται. Στη συνέχεια κατεβήκαν στην Αίγυπτο. Εκεί γνώρισε τη μητέρα μου και μετά ήρθαν εδώ.
Τώρα θέλω να αναφερθώ και σε μία όχι πολύ γνωστή ιστορία. Κάποιος καλός κομμουνιστής, ο Λεωνίδας Βαρδαρός, έκανε ένα ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Ο Αντιφασιστικός Αγώνας στη Μέση Ανατολή 1941 – 1944» το οποίο αναφέρεται στο Κίνημα Δημοκρατικών Αξιωματικών που έγινε στην Αίγυπτο. Ήταν αξιωματικοί οι οποίοι αρνηθήκανε την είσοδο φασιστών Μεταξικών στο στράτευμα. Αυτό το Κίνημα διαλύθηκε από τους Βρετανούς. Χύθηκε πολύ αίμα. Το ΚΚΕ τότε έκανε πίσω και δεν επενέβη υπέρ αυτών των αξιωματικών, που ήταν δημοκρατικοί. Στο Κίνημα αυτό συμμετείχε και ο πατέρας μου και ο πατέρας του Σήφη Βαλυράκη που έφυγε πρόσφατα με τραγικό τρόπο.
Όλοι αυτοί οι αξιωματικοί απετάχθησαν απ’ το στράτευμα. Μετά όμως αποκαταστάθηκαν με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
ΣΥΝΑΝΤΩ
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ: Οι δάσκαλοι που ΣΥΝάντησα στην Κωνσταντινούπολη με βοηθήσανε όλα τα χρόνια που ήμουν εκεί παρόλο που δεν καθόμουνα φρόνιμη. Ήμουν άτακτη και ενώ δεν διάβαζα ιδιαίτερα εντούτοις ήμουνα άριστη μαθήτρια. Δεν παρακολουθούσα ποτέ το μάθημα. Ήμουν στην …κοσμάρα μου.
Στο Δημοτικό ήμουν λίγο πιο μαζεμένη. Ανάμεσα στις 5 – 10 καλύτερες μαθήτριες. Αλλά δεν ήμουν ο «φύτουλας». Επίσης στο Γυμνάσιο με τις καλόγριες, φωνάζανε τη μάνα μου – επειδή ήταν ιδιωτικό – για να με διώξουν. Οπότε δεν χώνευα ούτε τους δασκάλους, ούτε κανέναν.
Μέσα σε πέντε μήνες μιλούσα άψογα γαλλικά, τουρκικά και λίγα αρμένικα. Ενώ είχα πολύ κακή συμπεριφορά και κακή διαγωγή, από την άλλη ήμουν ανάμεσα στις κορυφαίες μαθήτριες.
Πάντα υπήρξα ανεξάρτητο μυαλό, με μια μεγάλη ατομική ελευθερία. Όταν μου επέβαλαν να κάνω κάτι εγώ το έκανα με βαριά καρδιά.
Πιστεύω ότι εμένα οι δάσκαλοί μου ήταν οι ίδιοι μου οι γονείς και προπαντός η γιαγιά μου, η οποία δεν σας κρύβω ήταν αγράμματη. Εγώ της έμαθα να γράφει το όνομά της. Τις αξίες της ζωής και την αξιοπρέπεια μάς τη δίδαξε η γιαγιά μου. Ακόμη και στις οικογενειακές επισκέψεις με νεύματα μάς έλεγε τι πρέπει να κάνουμε. Αν θα πάρουμε το λουκουμάκι ή αν θα δεχθούμε το δεύτερο γλυκό…
Στην οικογένειά μου, ο ένας στήριζε τον άλλον. Μέχρι και σήμερα στο σόι μας ο ένας πάντα βοηθά τον άλλον.
Μεγάλους δασκάλους ΣΥΝάντησα και στο Πανεπιστήμιο. Από μικρή ασχολήθηκα με εκδόσεις και μεταφράσεις. Γνώρισα σπουδαίες προσωπικότητες. Γνώρισα όλους τους μεταφραστές αλλά και συγγραφείς. Διάβαζα γαλλικά βιβλία και πρότεινα σε εκδοτικούς οίκους για να τα εκδώσουν. Έτσι έβγαζα ένα χαρτζιλίκι. Ήμουν πάρα πολύ μικρή, πολύ νέα, ούτε 20 χρονών και εκεί μέσα στον χώρο των εκδόσεων γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους, αυτό με βοήθησε στο να διαβάζω πάρα πολύ.
Παράλληλα μου άρεσε πολύ ο κινηματογράφος. Τότε σκέφθηκα για πρώτη φορά να γίνω ηθοποιός.
Στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με την αδελφή και την ξαδέλφη μου κάναμε θέατρο. Εγώ έκανα μιμήσεις, χόρευα, τραγούδαγα. Παίζαμε όλες μαζί.
Έβλεπα τις σπουδαίες ταινίες του Ροβήρου Μανθούλη, του Παντελή Βούλγαρη, του Αλέξη Δαμιανού. Μετά έργα του Σταύρου Τορνέ και του Δημήτρη Κολλάτου. Έβλεπα κάθε μέρα κινηματογράφο.
Τότε αποφάσισα να γίνω ηθοποιός και έτσι γνώρισα σπουδαίους δασκάλους. Ήμουνα μαθήτρια του Καρόλου Κουν. Αλλά δεν ήμουνα άτομο πολύ πιστό. Έφυγα από τον Κουν, κάθισα ένα χρόνο, δεν μ’ άρεσε, καταπιέστηκα. Πήγα στον Κωστή Μιχαηλίδη, αλλά έφυγα κι από εκεί. Τρία έτη, τρεις σχολές. Τελείωσα όμως τη Σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Όλοι αυτοί, και ο Μιχαηλίδης, και ο Θεοδοσιάδης, και ο Κουν, και ο Θάνος Κωτσόπουλος, και η Μαίρη Αρώνη, και η Ελένη Χατζηαργύρη υπήρξαν σπουδαίοι δάσκαλοι, πολύ σπουδαίοι.
Στη διάρκεια της θεατρικής μου πορείας έχω δουλέψει με όλους τους σκηνοθέτες, με όλους τους πρωταγωνιστές, με όλους τους κωμικούς [Μουστάκα, Βέγγο, Καρακατσάνη, Χατζηχρήστο] και σε πολύ σπουδαία έργα. Δούλεψα και στην επιθεώρηση μέχρι το 1981. Μάλιστα ενώ ήμουν πρωταγωνίστρια στο «Ακροπόλ» αποφάσισα να φύγω και να πάω με τον Κώστα Καζάκο και τον Γιώργο Διαλεγμένο στο «Μάνα, μητέρα, μαμά», στο θέατρο της Τζένης Καρέζη, στην Ακαδημίας.
Συνεργάστηκα με καλλιτέχνες που τους θαύμαζα. Τώρα τους ζούσα από κοντά. Ήμουν δίπλα τους επάνω στη σκηνή και μάθαινα απ’ αυτούς.
Γνώρισα έτσι τον Διαλεγμένο και μετά πήγα μαζί του στο «Θέατρο του Πειραιά» πάλι με το «Μάνα, μητέρα…» σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη.
Κάναμε τότε κάποιες επιτυχίες και στη συνέχεια συνεργάστηκα με τον Σωτήρη Τσόγκα, για λόγους συνδικαλιστικούς, όταν δούλευα στο «Όρβο» σε ένα έργο του Μπάμπη Τσικληρόπουλου. Τότε αποφασίσαμε μαζί και με τον Τάσο Δήμα να κάνουμε την εταιρεία «Α-Θέατο» στο νεοκλασικό κτήριο της οδού Ερμού 106, κάτω στο Μοναστηράκι.
Ξεκινήσαμε πάντα πιστοί στο νεοελληνικό έργο. Όλοι αυτοί υπήρξαν δάσκαλοί μου. Και ο Σωτήρης Τσόγκας, και ο Γιώργος Ρεμούνδος, και ο Αντώνης Αντωνίου. Βάλανε τα θεμέλια στην υποκριτική μου.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Την πορεία μου στο θέατρο την είχα έμφυτη. Από μικρό – μικρό παιδί, δηλαδή στις αρχές του Δημοτικού, όπου ένα πρωί οι γονείς μου όταν ξύπνησαν είδαν και τις δύο μου παλάμες πρησμένες και μαύρες.
Τι είχε γίνει;
Όλο τον βράδυ είχα ξενυχτήσει χτυπώντας τα χέρια από πάνω σε ένα ξυλόγλυπτο κρεβάτι που είχε φέρει η μάνα μου από την Αίγυπτο. Έπαιζα τον κωπηλάτη – αργοναύτη στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Τιμωρήθηκα φυσικά γι’ αυτό αλλά από τότε είχε αρχίσει η αγάπη μου για το θέατρο.
Ήταν δύσκολα χρόνια λόγω της αυστηρότητας του πατέρα μου που ήταν πρώην αξιωματικός. Αργότερα όταν η μάνα έφυγε από τη ζωή, ο πατέρας μου έγινε μοναχός και κοιμήθηκε ως μεγαλόσχημος, όπως και ο παππούς μου που ήταν παπάς και μαχητής στους Βαλκανικούς πολέμους.
Για τον λόγο αυτό πάντα έχω σεβασμό για τους ηρωικούς δασκάλους του Δημοτικού της δεκαετίας του ’50.
Ασφαλώς αξίζει να αναφέρω ότι με οικονομικές θυσίες του πατέρα μου πήγα στο Γερμανικό Γυμνάσιο, στο Deutsches Gymnasium όπως λεγόταν τότε μιας και δεν υπήρχε Λύκειο.
Το σχολείο μου βρισκόταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας της Βόννης. Όλα τα μαθήματα τα κάναμε στα γερμανικά με κορυφαίους καθηγητές. Πλην των αρχαίων ελληνικών, των νέων ελληνικών, της ιστορίας και των θρησκευτικών.
Όμως και σε αυτά τα μαθήματα είχαν διαλέξει την αφρόκρεμα των διανοητών καθηγητών της Ελλάδας. Είχαμε δηλαδή τον μεγάλο Βυζαντινολόγο τον Οδυσσέα Λαμψίδη στην Ιστορία, είχαμε τον «Σολωμιστή» τον Αλέκο Παπαγεωργίου στα ελληνικά, είχαμε τον Νίκο Ασωνίτη, των φροντιστηρίων μετέπειτα, είχαμε τον φιλόλογο Γιάννη Δανιήλ – Μαργαρίτη. Και το κέρδος από αυτές τις ΣΥΝαντήσεις είναι η λατρεία για την ιστορία και την ελληνική γλώσσα. Από εκεί, τους το οφείλω αυτό. Μας κάνανε – όσους θέλαμε βέβαια, γιατί υπήρχανε και μαθητές λίγο αδιάφοροι – να ερωτευτούμε τη γλώσσα την ελληνική.
Πάρα κάτω, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών δάσκαλός μου ήταν ο Δημήτρης Μυράτ. Τότε με ειδική άδεια – γιατί υπήρχε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού – ξεκίνησα από το δεύτερο έτος της Σχολής να παίζω στο Θέατρο Αθηνών. Πέρασαν 10 – 12 χρόνια στου Μυράτ αλλά και σε άλλους θιάσους, μέχρι να κάνουμε το δικό μας σχήμα με τη Μαίρη Ραζή. Στους σπουδαίους δασκάλους μου ήταν ο Γιαννάκης Σιδέρης στα θεωρητικά, ο Κώστας Μουσούρης στην υποκριτική και ο μεγάλος Άγγελος Τερζάκης στην Ιστορία. Ευτύχησα να έχω και τον Αλέξη Μινωτή αλλά και για λίγο την Κατίνα Παξινού.
Βέβαια θεωρώ κάθε συνεργάτη μου, νεαρότερο ή παλαιότερο, ως δάσκαλο. Εγώ είμαι της άποψης να διδάσκω και να διδάσκομαι ταυτόχρονα και παραμένω σε αυτήν την άποψη μέχρι τώρα.
Μετά δημιουργήσαμε το θέατρο «Πρόβα» που φέτος κλείνει 40 χρόνια. 40 χρόνια, συνεχούς και αδιάλειπτης παρουσίας στα θεατρικά δεδομένα.
ΣΥΝΘΕΤΩ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Εγώ πλέον δεν διδάσκω, έχω σταματήσει. Άσκησα διδασκαλία επί 40 συναπτά έτη. Είναι πολύ μεγάλο το διάστημα αυτό. Ξεκίνησα από τα σεμινάρια της Λαϊκής Επιμόρφωσης με τον συνονόματό μου τον Σωτήρη Χατζάκη και με τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Από τη δεκαετία του ’80 οργώσαμε την Ελλάδα. Εκεί γίναμε δάσκαλοι, διδάσκοντας τους ερασιτέχνες, γιατί έχεις μεγαλύτερη απαίτηση να ξέρεις για να διδάξεις τον ερασιτέχνη.
Ο Χατζάκης, ο Παπαβασιλείου και εγώ γίναμε δάσκαλοι διδάσκοντας. Από εκεί ξεκίνησε αυτό και συνεχίστηκε με Αγωγή του Λόγου σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, με σεμινάρια στις εταιρείες και με τη Σχολή μας εδώ. Μιλάμε δηλαδή για 42.000 ώρες διδασκαλίας βεβαιωμένες. Έτσι; Δηλαδή είμαι χορτάτος. Πήρα πολλά και πρόσφερα πολλά. Κυρίως από τη δεκαετία αυτή στη Λαϊκή Επιμόρφωση, που ήταν μια πολιτιστική έκρηξη που κόπηκε άδοξα το 2005. Τολμώ να πω ότι ήταν σαν το Μάη του ’68 στη Γαλλία. Εδώ όμως, όχι ακριβώς με τα ίδια αποτελέσματα αναλογικά. Ήταν μια σημαντική δουλειά μιας και ο τροφοδότης του επαγγελματικού θεάτρου, είναι το ερασιτεχνικό θέατρο.
Θυμίζω ότι η πρώτη παράσταση ερασιτεχνικού θεάτρου έγινε το 1570 από ερασιτέχνες στη Ζάκυνθο, όπου ανέβασαν τον «Προμηθέα Δεσμώτη». Είναι τεράστια δηλαδή η πορεία του ερασιτεχνικού θεάτρου. Βάλανε μία τομή στη μέση, οπότε έπαψαν οι επικοινωνίες να υπάρχουν μεταξύ ερασιτεχνικού και επαγγελματικού θεάτρου. Θεωρήθηκε το ερασιτεχνικό φτηνό και κατασυκοφαντήθηκε. Θεωρήθηκε το επαγγελματικό σαν το έντεχνο.
Παρομοίως και στη μουσική. Έτσι ακριβώς επιτυγχάνεται ο αφελληνισμός. Όταν δηλαδή κόβεις στα δύο κάτι και λες από εδώ είναι το έντεχνο, Μέγαρο, Ιδρύματα και από εκεί είναι το σαχλό εμπορικό. Έτσι έχεις αφελληνίσει ή απογερμανίσει ή αποϊσπανοποιήσει μια κουλτούρα. Στην πραγματικότητα ερασιτεχνικό και επαγγελματικό θέατρο είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Μην ξεχνάμε ότι οι μεγαλύτεροι δάσκαλοι και σκηνοθέτες του θεάτρου ξεκινήσανε με ερασιτέχνες. Όπως ο Κάρολος Κουν στο Κολέγιο Αθηνών.
Ο Ράιχαρτ στη Γερμανία. Ο Στανισλάφσκι και ο Μέγερχολντ στη Ρωσία. Μάλιστα ο ΒσέΒολοντ Μέγερχολντ με ερασιτέχνες έδινε χιλιάδες παραστάσεις τόσα χρόνια.
Όμως στην Ελλάδα κόπηκε ο ομφάλιος λώρος με αποτέλεσμα να μην έχουμε ιθαγένεια ελληνικής υποκριτικής εμείς στη χώρα που γέννησε το θέατρο.
Το ίδιο έγινε και στη μουσική. Η μόνη ιθαγένεια που έχουμε κατακτήσει είναι το μπουζούκι μέσω του Μίκη Θεοδωράκη. Αυτό είναι το μόνο θετικό που βγήκε από το δημιουργικό μεγαλείο του Θεοδωράκη ο οποίος ήταν από τις προσωπικότητες εκείνες που λένε οι Γερμανοί ότι βγαίνουν μία στα εκατό χρόνια.
Βλέπετε τι εξαγωγές έχει κάνει ο νεορεαλιστικός κινηματογράφος στην Ιταλία, όπου ένα λαϊκό χορό – σαν τον καλαματιανό – το Φλαμέγκο τον κάνανε διεθνή.
Εμείς η χώρα που γέννησε το θέατρο, εξαιτίας αυτού του διχασμού – ο οποίος διατρέχει την ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα – δεν έχουμε ιθαγένεια υποκριτικής.
Αυτό λέει και ο Αριστοτέλης στο «Περί φύσεως», ότι το ταλέντο δεν διδάσκεται. Αυτό το έχει κανείς. Αυτό το οποίο διδάσκεται στις δραματικές σχολές είναι η τεχνική. Το «τεχνείον» που λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες. Αυτό διδάσκεται.
Το ταλέντο βέβαια δεν είναι ένα πράγμα, είναι πολλά πράγματα, είναι 22 συνιστώσες. Γι’ αυτό οι δάσκαλοι – με «δ» μικρό – που λένε ότι αυτός έχει ή αυτός δεν έχει ταλέντο, δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Δεν υπάρχει μαύρο άσπρο εδώ. Γι’ αυτό είναι και βαρύ φορτίο διδασκαλίας τα 40 χρόνια.
Είναι λοιπόν 22 οι συνιστώσες και ο δάσκαλος καλείται να βρει τη μία, δύο, τρεις συνιστώσες που μπορεί να έχει μαθητής, γιατί και τις 22 δεν τις έχει σχεδόν κανείς.
Να βρεις λοιπόν τις συνιστώσες, να τις αναπτύξεις, να τις προχωρήσεις κ.λπ.
Δεν είναι άσπρο μαύρο, έχεις δεν έχεις ταλέντο.
Είναι πολύ κοπιώδης η δουλειά του δασκάλου για να διδάξει το τεχνείον, την τεχνική δηλαδή, μέσα από την οποία θα ανασύρει τις ικανότητες του καθενός.
Όμως με την ευκαιρία να σας δώσω ένα παράδειγμα των συνιστωσών για να μην είναι αόριστο.
Μία από τις 22 συνιστώσες είναι η αγωγιμότητα του νέου ηθοποιού. Πώς μπορεί δηλαδή να κατεβάζει το συναίσθημα κάποιου.
Άλλο είναι η ρυθμολογία του, πώς έχει δηλαδή σκηνικό ρυθμό.
Άλλο είναι η άρθρωσή του. Άλλο είναι οι φωνητικές του ικανότητες. Άλλο είναι οι αυτοσχεδιαστικές του ικανότητες. Άλλο είναι αυτό που λέμε ο όγκος και το εκτόπισμα πάνω στη σκηνή.
Είναι πάρα πολλά πράγματα. Έτσι, γι’ αυτό η πραγματική διδασκαλία είναι μία από τις πιο κοπιώδεις, όπου ο δάσκαλος πρέπει να αφήνει τον καλλιτέχνη έξω από την πόρτα και να είναι εκπαιδευτής. Αυτό δεν το κατέχουν πολλοί και βάζουν τον καλλιτέχνη μέσα και έτσι γίνονται οι προστριβές.
Γι’ αυτό είναι βαρύ και κοπιώδες φορτίο η διδασκαλία επί 40 χρόνια.
Είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά και ολοένα, όπως σε όλους τους τομείς, φθίνει το υλικό των μαθητών.
Γιατί δεν μπορείς να πετύχεις τον στόχο σου αν δεν πιστεύεις σε αυτό που έλεγε ο μέγας Ροντήρης, χαριτολογώντας: «Φέρτε μου μια καρέκλα να την κάνω ηθοποιό».
Αν δηλαδή ο δάσκαλος είναι Mercedes και Volvo και έχει μαθητές Skoda, δεν γίνεται δουλειά. Δεν αρκεί δηλαδή ο δάσκαλος μόνο, θέλει και το υλικό. Και τώρα λόγω όλων των πραγμάτων που ξέρουμε – εικονική πραγματικότητα, τεχνολογία – ψυχραίνεται ο έρωτας για το θέατρο δυστυχώς αφού όπως βλέπετε οι πρώτοι στόχοι της τεχνητής νοημοσύνης είναι η τέχνη και η εκπαίδευση.
Δεν είναι τυχαίο αυτό. Θα μας φέρει και τα καλά στην ιατρική και όπου αλλού και τα λοιπά, θα μας φέρει και άλλα χιλιάδες δυσάρεστα. Γι’ αυτό κάνανε έξι μήνες απεργία οι ηθοποιοί στην Αμερική. Οι πρώτοι στόχοι είναι η τέχνη, όλες οι τέχνες και η εκπαίδευση.
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ: Εμείς ιδρύσαμε τη Δραματική Σχολή το 2000. Είχαμε ξεκινήσει από την Ερμού κάτι σεμινάρια που πήγαιναν πολύ καλά και ύστερα από πολλά χρόνια μέσα στο επάγγελμα, εγώ προσωπικά ήθελα να μεταδώσω τις γνώσεις μου στους νεότερους. Να κάνω αυτή τη ΣΥΝθεση. Βέβαια τότε που ξεκίνησα να γίνω ηθοποιός δεν πίστευα ότι θα γίνω και καθηγήτρια υποκριτικής. Δεν το είχα μέσα στα όνειρά μου.
Αλλά έτσι κι αλλιώς ήμουνα απόφοιτος της Γαλλικής Φιλολογίας, οπότε ήμουν εν δυνάμει καθηγήτρια. Μ’ άρεσε το δασκαλίκι. Ιδρύθηκε λοιπόν η Δραματική Σχολή εδώ στην Ηπείρου 39. Βρέθηκε αυτό το κτήριο και βάλαμε τα όνειρά μας, τις φιλοδοξίες μας, τους στόχους μας εδώ μέσα, επειδή το κτήριο που είχαμε στην οδό Ερμού, το θέατρο της οδού Ερμού μετά τον σεισμό του 1999 έκλεισε.
Μας πετάξαν έξω γιατί το κτήριο βγήκε κίτρινο και ο ιδιοκτήτης δεν το έφτιαχνε. Οπότε μεταφερθήκαμε εδώ, στην αρχή σαν Σχολή και μετά έκανα στο δεύτερο όροφο το θέατρο.
Είχα νοικιάσει πρώτα τον πρώτον όροφο και όλοι με ρωτάνε: Γιατί δεν έκανες στον πρώτον όροφο το Θέατρο και στον δεύτερο τη Σχολή; Όμως οι συνθήκες εκείνης της στιγμής με οδήγησαν σε αυτή την απόφαση.
Εδώ ήταν το σπίτι της δισέγγονης του Κολοκοτρώνη. Αυτό το κτήριο θα γίνει σε δύο-τρία χρόνια μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς και είναι πάρα πολύ δύσκολο να συντηρηθεί. Λεφτά δεν μας δίνει κανείς. Όλα αυτά τα ωραία νεοκλασικά κτήρια πολύ που τους ενδιαφέρουν. Η Αθήνα ήταν έτσι, αυτό είναι ένα κόσμημα. Το κτήριο αυτό είναι ένα στολίδι αλλά δυσκολεύομαι πάρα πολύ, δεν σας κρύβω, να το συντηρήσω.
Εδώ στη Σχολή στα νέα παιδιά λέω ότι δεν υπάρχει ταλεντόμετρο. Δεν με ενδιαφέρει αν ο άλλος έχει ταλέντο ή δεν έχει. Προτιμώ έναν ατάλαντο που έχει το πάθος και δουλεύει σκληρά. Αυτό τον διαφοροποιεί πολύ από ατάλαντους αποφοίτους που επιβιώνουν σε αντίθεση με άλλους που δεν κάνουν δημόσιες σχέσεις και είναι στα σπίτια τους.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Αυτή είναι και η αγορά εργασίας, αλλά αυτό που λέει η Μαίρη είναι ότι κάποιος μπορεί να έχει ένα – δυο στοιχεία από τα 22. Αλλά πώς βγήκανε αυτές οι 22 συνιστώσες; Βγήκανε από δύο διεθνείς διασκέψεις, στις οποίες ήτανε εκκωφαντικά απούσα η Ελλάδα. Διασκέψεις στην Μπολόνια και στο Βερολίνο, όπου κάθισαν οι άνθρωποι του θεάτρου να ανακαλύψουν τη σύσταση του ταλέντου. Γιατί η υποκριτική είναι μια τεχνική δουλειά. Εκεί βγήκανε αυτές οι 22 παράμετροι που κάνουν πολύ σύνθετη αυτή τη δουλειά.
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ: Βέβαια ένα ακόμη στοιχείο του ταλέντου είναι και να ξέρει κάποιος να διαβάζει ελληνικά. Να παίρνει ένα κείμενο και να καταλαβαίνει τι διαβάζει. Μετά, πάει το παιδί, φεύγει από το δημοτικό, πάει στο γυμνάσιο διαπιστώνει ότι δεν του έχουνε μάθει να διαβάζει. Ποια είναι η στίξη, ποια είναι τα επιρρήματα, ποιο είναι το ρήμα, ποιο είναι το ουσιαστικό.
Δηλαδή πρώτα πρέπει να κάνει ένα χρόνο γραμματική για να μπορέσει μετά να μάθει για το επίρρημα.
Οι αγώνες που δίνουμε εμείς οι σχολάρχες για να αναβαθμιστεί η καλλιτεχνική παιδεία, η καλλιτεχνική εκπαίδευση, είναι πολύχρονοι. Έχουμε δει όλους τους υπουργούς Πολιτισμού και τώρα είπανε ότι θα κάνουν Ακαδημία Παραστατικών Τεχνών. Μακάρι να την κάνουνε για να δούμε και τι θα γίνουν οι Δραματικές Σχολές και με ποιον νόμο θα λειτουργήσουν. Υπάρχουν τέτοιου είδους προβλήματα… Πήγαμε μέχρι και τον Πρωθυπουργό κάποια στιγμή. Δεν βλέπω να ακούνε τι λέμε. Θεωρούν ότι είμαστε εμπορικά καταστήματα. Δεν είναι όμως έτσι. Μπορεί κάποιοι να έκαναν τις Σχολές τους εμπορικά καταστήματα, ελεύθερη αγορά έχουμε, αλλά η πλειονότητα των σχολαρχών είναι καλλιτέχνες που θέλουνε να μεταφέρουνε τις γνώσεις τους στους νέους μαθητές.
Αυτού του τύπου οι οικογενειακές καλλιτεχνικές σχολές δεν αφήνουν χρήματα. Γιατί το παιδί θα επιλέξει να του διδάξει, μια φίρμα του κινηματογράφου, μια φίρμα της τηλεόρασης επειδή δεν ξέρει ποιος είναι ο ηθοποιός του θεάτρου που μπορεί να του μάθει όλα όσα θα χρειαστεί στη συνέχεια.
Αν και ο ελληνικός πολιτισμός και ο παλιός και ο νέος ήταν κατ’ εξοχήν προφορικός πολιτισμός, σήμερα δεν δίνεται καμία σημασία στην προφορική αγωγή στα σχολεία.
Εγώ λέω στα παιδιά να διαβάζουνε και να διαβάζουνε δυνατά. Όπως είπαμε ταλεντόμετρο δεν υπάρχει. Η υποκριτική δεν είναι συνταγή μαγειρικής.
Δεν μπορώ να του πω θα βάλεις τόσο αλάτι, τόσο πιπέρι και τόσο λάδι. Πρέπει να καταλάβει τι κάνει, να μπει μέσα του, να έχει μεγάλη παρατηρητικότητα. Φαντάζονται ότι η τέχνη της υποκριτικής είναι κάτι πολύ εύκολο, γιατί έτσι βλέπουν στην τηλεόραση και έτσι νομίζουνε. Όμως η υποκριτική είναι ολόκληρη επιστήμη. Είναι μικροχειρουργική. Πρέπει να έχεις ψυχή. Χρειάζεται αφοσίωση και πολλές ώρες διάβασμα.
Η τηλεόραση έχει κάνει μεγάλη ζημιά, όπως έκανε και το διαδίκτυο ζημιά, όπως θα κάνει και η τεχνητή νοημοσύνη πολύ μεγάλη ζημιά.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Τώρα πάμε σε ένα φιλοσοφικό θέμα. Η τεχνολογία είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο και χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε να έρθει στο σημερινό σημείο. Από τον τροχό, τη φωτιά, τον ατμό, τη βιομηχανική επανάσταση, την ψηφιακή και μετά όλες τις άλλες. Η τεχνολογία έφερε τον άνθρωπο εδώ. Όμως επανειλημμένως διαπιστώνεται και δεν θα αλλάξει αυτό, ότι της τεχνολογίας αυτής κάνει, κατά συντριπτικό ποσοστό, κακή χρήση ο άνθρωπος. Δηλαδή φανταστείτε ότι τον 16ο αιώνα εφευρίσκεται η τυπογραφία και αρχίζουν να εκδίδονται εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία. Ιλιάδα, Οδύσσεια, Αγία Γραφή, κορυφαίες λογοτεχνικές δημιουργίες αλλά και βιβλία παραλογοτεχνίας, χαμηλής λογοτεχνίας και πορνό από τότε.
Η επόμενη μεγάλη ανακάλυψη το internet είναι σήμερα το 96% dark internet, ενώ αυτό που χρησιμοποιούμε και μας ευκολύνει είναι το 4%.
Το ίδιο θα γίνει και με την τεχνητή νοημοσύνη. Θα ζήσουμε την κακή χρήση της τεχνολογίας.
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ: Παρ’ όλα αυτά, με τόσες δυσκολίες που υπάρχουνε, στη Σχολή μας βρέθηκαν πέρυσι 5 – 6 παιδιά που αρίστευσαν και σήμερα δουλεύουνε. Είναι ανήσυχα πνεύματα και κάνουν και δικές τους δουλειές.
Βέβαια εμείς είμαστε εκπαιδευτικό ίδρυμα. Δεν είμαστε γραφείο ευρέσεως εργασίας. Βοηθάμε τα παιδιά να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους αν και υπάρχουν αυτά τα παιδιά που θέλουνε να ασχοληθούνε με το θέατρο ως επιμόρφωση μιας που δεν είναι απαραίτητο ένας που τελειώνει μια Δραματική Σχολή να ασκήσει μετά το επάγγελμα.
Φυσικά εγώ προσωπικά προτιμώ έναν ατάλαντο μέσα στην εκπαίδευση, παρά στον δρόμο, στα μπιλιαρδάδικα και στα ναρκωτικά…
Ας είναι σε μια σχολή κι ας μην έχει ταλέντο. Κι ας μην ασκήσει ποτέ το επάγγελμα. Πολλά παιδιά δεν θέλουνε να ασχοληθούν ως επαγγελματίες. Θέλουν να μπουν μέσα σε αυτό το «μαγειρείο» και να λερώσουν τα χέρια τους. Δεν τους ενδιαφέρει μόνο η παρουσίαση του πιάτου, αλλά θέλουν να μάθουν πώς μαγειρεύεται όλο αυτό.
Πρόκειται για μια δουλειά τεράστια και βέβαια δεν φταίνε τα παιδιά. Απλά η εποχή που ζούμε είναι αντιπνευματική.
ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΩ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Μαγικό πράγμα οι συνεργασίες. Εξαίρετο το να ΣΥΝυπογράφεις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Είναι αμφίδρομο το αποτέλεσμα από παρόμοιες δουλειές. Σίγουρα έτσι μπορεί να διδαχθείς και από έναν νεότερο ηθοποιό.
Εδώ στη Σχολή είχαμε μία μαθήτρια, την Ιωάννα, αλβανικής καταγωγής, η οποία όταν άνοιγε το στόμα της, η φωνή που έβγαινε ήτανε σαν ορχήστρα. Αυτό τι θα το κάνεις τώρα ως δάσκαλος; Δηλαδή, δάσκαλος ο οποίος δεν είναι έτοιμος ανά πάσα ώρα και στιγμή να διδάσκεται και να διδάσκει, για μένα είναι λίγο ελιτίστικο αυτό που θα πω, δεν είναι δάσκαλος. Στην ουσία μιλάμε για «Δέλτα» κεφαλαίο. Ταυτοχρόνως διδάσκεσαι και διδάσκεις. Μαθαίνεις από όλους. Ακόμα και από έναν νέο μαθητή της σχολής. Ακόμα και από έναν νέο ηθοποιό. Διότι η υποκριτική είναι πολύ σύνθετη. Είναι σαν την ποίηση. Φαντάζεστε τώρα να πω εγώ να διδάξω σύνθεση ποιημάτων ή δραματουργία έργων και να έχω από κάτω μαθητή τον Κάλβο ή τον Σολωμό; Τι θα διδάξεις; Έτσι είναι και το θέατρο.
Γι’ αυτό είπα ότι ο δάσκαλος πρέπει να αφήνει ανοιχτή την πόρτα και να είναι έτοιμος να διδαχθεί. Να είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να απορήσει στοχαστικά, να εκπλαγεί και να θαυμάσει. Αν δεν υπάρχουν αυτά κάνεις τη ρουτίνα. Κάνεις τον δάσκαλο που λέει, λέει, λέει ό,τι έχει μάθει και λέει. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό σημείο. Να διδάσκεις και να διδάσκεσαι. Έτσι είναι όλη η μου η πορεία.
Πρέπει να έχεις μάτια και αυτιά ανοιχτά, να είσαι έτοιμος να θαυμάσεις, να είσαι έτοιμος να εκπλαγείς, να είσαι έτοιμος να απορείς. Εξάλλου με την απορία, την έκπληξη και τον θαυμασμό έκανε τα όποια βήματα η ανθρωπότητα στην επιστήμη, στην τέχνη και στην τεχνολογία.
Αν δηλαδή δεν είχε στοχαστική απορία κατά το θρύλο ο Νεύτων, όταν του ‘πεφτε το μήλο στο κεφάλι, θα έλεγε «τι στο διάβολο δεν μπορώ να ησυχάσω». Αυτός όμως είχε στοχαστική απορία.
Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον Μότσαρτ. Ήταν πάμφτωχος και χρωστούσε οκτώ νοίκια όταν τον έκανε «σκουπίδι» η σπιτονοικοκυρά του. Ήρθε εκείνη και του φώναζε κι αυτός …έγραφε. Έγραφε με τον τόνο τον τονισμό, την ένταση και τη χροιά της φωνής της σπιτονοικοκυράς.
Έτσι δημιούργησε την τελευταία του άρια με την απλή παρατήρηση. Αυτό κάνει ο καλλιτέχνης ο μεγάλος, ο επιστήμονας ο μεγάλος. Όλα εξαρτώνται από τον πόσο χρόνο αφιερώνει στο να θαυμάζει, να στοχάζεται και να εκπλήσσεται. Εκεί είναι όλη η ουσία.
ΣΥΝΙΣΤΩ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Είναι χιουμοριστικό, αυτό που ΣΥΝιστώ σε όλους: Να τρέξουν να προλάβουν πριν τους προλάβει η τεχνική νοημοσύνη.
Η εξάμηνη απεργία των Αμερικανών ηθοποιών ήταν για να μην τους κλαπούν οι ψηφιακές ταυτότητες. Οπότε σε κάνει ως ηθοποιό ο άλλος ό,τι θέλει. Έξι μήνες απεργήσανε, από τις πρώτες φίρμες μέχρι τους τελευταίους ηθοποιούς και τελικά κέρδισαν κάποια από τα κορυφαία αιτήματά τους.
ΣΥΝΟΜΙΛΩ
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ: Θέλω να πω ότι εμείς τα τελευταία χρόνια ΣΥΝομιλούμε με το ελληνικό έργο. Μάλιστα με ελληνικό έργο ξεκινήσαμε. Με το άπαικτο έργο του Γιώργου Χασάπογλου «Η πιπίλα». Έκτοτε έχουμε παρουσιάσει 91 έργα, εκ των οποίων τα 47 είναι ελληνικά και τα υπόλοιπα από ξένο ρεπερτόριο, άλλοτε παιγμένα, άλλοτε άπαικτα.
Τώρα παρουσιάζουμε μια σύνθεση κειμένων της Κωστούλας Μητροπούλου και του Γιώργου Νεοφύτου. Δύο μονολόγους σε ενιαία παράσταση με τον τίτλο «Σιωπηλές κραυγές».
Την Κωστούλα τη ζήσαμε, τη θαυμάσαμε, την αγαπήσαμε, δεν την ξεχνάμε.
Τον Γιώργο Νεοφύτου τον ανακαλύψαμε πρόσφατα. Έχει σημαντικό χώρο στο κυπριακό Θέατρο.
Βρήκαμε λοιπόν δύο κείμενα που ενώ δεν είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, έχουν κάτι κοινό:
Η «Μαρία» που υποδύομαι εγώ, απευθύνεται σε ένα γάτο ανύπαρκτο στη σκηνή αλλά είναι η παρέα της, ο φίλος της, ίσως και το παιδί που έχασε.
Την ίδια στιγμή ο Σωτήρης υποδύεται, τον Ροβεσπιέρο, τον σκύλο του.
Οι δύο μονόλογοι, στο έργο «Σιωπηλές Κραυγές», έχουν να κάνουν με έναν σκύλο και με μια γάτα που οι δύο συγγραφείς ποτέ δεν είχαν φανταστεί ότι θα τους «δέναμε» έτσι ώστε να φτιάξουμε μία παράσταση.
Ας πούμε είναι μία, μία παρτιτούρα για δύο άτομα αυτό.
Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη παρόλο που έχω ταλαιπωρηθεί με το κείμενο του Νεοφύτου. Είναι ένα από τα πιο απαιτητικά κείμενα που έχω δουλέψει και δυσκολεύτηκα αρκετά για να αποκωδικοποιήσω τον ρόλο και το κείμενό μου.
Βέβαια με βοήθησε ο Σωτήρης να λύσω το πρόβλημά μου.
Παράλληλα έχω και τον Μιχάλη Σδούγκο που μας κάνει τα σκηνικά και τον Νίκο Χαριζάνο, μόνιμο συνεργάτη του θεάτρου, που γράφει τη μουσική.
Γίνεται μια ωραία δουλειά, είμαι πολύ ευχαριστημένη. Είχαμε πει να ξεκινήσουμε στις 27 του Δεκέμβρη, αλλά τελικά για να είμαστε πιο χαλαροί – κάνουμε ήδη τρεις μήνες πρόβα – θα κάνουμε πρεμιέρα τη Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025, την ημέρα των Θεοφανίων.
Σημαντική ημέρα για μας η πρεμιέρα. Ημέρα γιορτής. Άλλωστε το κάνουμε γιατί μας αρέσει. Θέλουμε να παίζουμε. Θέλουμε να είμαστε πάνω στη σκηνή και να ΣΥΝομιλούμε με το κοινό.
Όμως θέλουμε να συνομιλούμε και με νέες θεατρικές ομάδες, με ανθρώπους που δεν έχουν δικούς τους χώρους για να εκφραστούν. Το θέατρό μας είναι ιστορικό και αξίζει να το μοιραζόμαστε.
Με την ευκαιρία όμως αξίζει να συνομιλήσω και με το Υπουργείο Πολιτισμού.
Συγκεκριμένα θέλω να καταγγείλω την πλειοψηφία της Γνωμοδοτικής Επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού η οποία μετά από τόσα χρόνια βρήκε το «κουράγιο», να απορρίψει την αίτηση που είχαμε υποβάλει για τις «Εσωτερικές ειδήσεις», το έργο του Μάριου Ποντίκα. Ένα πολύ σημαντικό έργο που είχε να παιχθεί από το 1974. Δυστυχώς υπήρξε μία αδιαφορία, από την Επιτροπή. Όχι βέβαια από όλα τα μέλη, αλλά από την πλειοψηφία που έκανε στη γιορτή μου, στις 15 Αυγούστου, ένα άκομψο δώρο.
Τους το επιστρέφω. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Αλλά αυτή τη φορά ενοχλήθηκα πάρα πολύ. Πάρα πολύ και για το λόγο που μας απέρριψαν. Έβγαλαν ένα σκεπτικό που ήταν κοινό για όλους τους απορριφθέντες.
Αυτά είναι γελοιότητες. Πρέπει να αλλάξει το πλαίσιο. Εμείς βέβαια δεν θα κάνουμε μεταμοντέρνο θέατρο, γιατί εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει. Δεν θα παίζω με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω, ένα σαχλό έργο ξένο ή ακόμα και σοβαρό έργο από το διεθνές ρεπερτόριο, επειδή θα πάρω λεφτά. Όχι, δεν με ενδιαφέρει. Θα κάνω εγώ αυτό που νομίζω ότι ταιριάζει στη φιλοσοφία του θεάτρου μας, στις επιλογές μας, στην υποστήριξη, την αγάπη που έχουμε για το ελληνικό έργο και τον σεβασμό για το κοινό μας.
Το κοινό που μας ακολουθεί και ελπίζω να μας ακολουθήσει και τώρα που κάνουμε τις «Σιωπηλές κραυγές».
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Τις «Σιωπηλές Κραυγές» που ΣΥΝομιλούν συνδεδεμένες με μια μουσική σύνθεση του Νίκου Χαριζάνου. Αν και η θεματολογία τους είναι διαφορετική, με τη σκηνοθεσία μου όσο γίνεται αναδεικνύω τις ομοιότητες που έχει ο Νεοφύτου με τη Μητροπούλου στη γραφή τους.
Έχουνε ορισμένα κοινά και κυρίως έχουνε σαφήνεια, απλότητα και ουσία που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ενός σωστού έργου, κατά τους αρχαίους Έλληνες, ενώ παράλληλα έχουν μία μουσική συγκρότηση στην εξέλιξη της δράσης.
Αυτό βέβαια για να το ανακαλύψει κανείς πρέπει να ‘ναι – για να ευλογήσω τα γένια μου – έμπειρος σκηνοθέτης, να μπορεί να διαβάζει δηλαδή τα έργα έτσι και να μπορεί μέσα από εκεί να αναδείξει τις ομοιότητες αυτές. Στην ουσία βέβαια πρόκειται και για δύο αντιήρωες οι οποίοι χάσανε ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, ο ένας τη σκηνή του θεάτρου, η άλλη το γιο της.
Έχουνε απομονωθεί, εξ ου και οι «Σιωπηλές Κραυγές» και τους έχουν κολλήσει και τη ρετσινιά ότι είναι τρελοί. Μοναχικοί.
Όπως λέω στο σκηνοθετικό μου σημείωμα οι δυο συγγραφείς έχουν μια υψηλών προδιαγραφών δραματουργία, εκπληκτική σαφήνεια και απλότητα στη δομή και μουσική συγκρότηση της ροής της δράσης που αναδεικνύει αβίαστα και απέριττα τους χαρακτήρες. Είναι στην κυριολεξία δύο διαμάντια.
ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ: Φέτος εκτός από τις «Κραυγές» προς το παρόν δεν έχουμε κάποια άλλη ΣΥΝεργασία, κάποια άλλη δραστηριότητα. Θα κοιτάξουμε μόνο αυτή την παράσταση να την πάμε στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο.
ΣΥΝΥΠΑΡΧΩ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Μπορώ να πω την αμαρτία μου ότι λατρεύω τα σκυλιά, ΣΥΝυπάρχω με τα σκυλιά. Ενώ με τους γάτους είμαι απλώς φιλόζωος, όπως και με όλα τα άλλα ζώα. Αλλά η λατρεία μου είναι τα σκυλιά γιατί τη γάτα δεν την ξέρω ως συμπεριφορά.
Βέβαια είναι ταλαιπωρία για το σκυλί που είναι μέσα στο σπίτι.
Αν δεν ήμουνα ο πατέρας της κόρης της Ραζή και ήμουνα στην εξοχή θα είχα 100 σκυλιά, τα λατρεύω όταν είναι στον φυσικό τους τον χώρο.
Και με την ευκαιρία θέλοντας να θίξω ένα σχετικό θέμα σας λέω πως θεωρώ υποκρισία το να μη νοιαζόμαστε και για τις ψυχές των βοοειδών, των αιγοπροβάτων, των κουνελιών, της πάπιας…
Η αλήθεια είναι ότι δεν τρώω κρέας για ιδεολογικούς λόγους, όχι για λόγους υγείας.
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ: Εγώ δεν έχω να πω κάτι για τα κατοικίδια. Απλά από παιδί φοβόταν η μαμά μου τα μικρόβια κι έτσι έμαθα. Φυσικά τώρα υπεραγαπώ τον γάτο της παράστασής μας που όμως είναι αθέατος…
***
Κυρία Ραζή, κύριε Τσόγκα σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την κατάθεση ψυχής. Οι μονόλογοί σας είναι ένα μάθημα ζωής.
ΜΑΙΡΗ ΡΑΖΗ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ: Κι εμείς ευχαριστούμε το Catisart για τη φιλοξενία. Επόμενη συνάντηση στην πρεμιέρα μας την ημέρα των Θεοφανίων…
***